- εχεδερμία
- ἐχεδερμία, ἡ (Α)δερματική νόσος τών ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε-* (< έχω I) + -δερμία (< δέρμα < δέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐχεδερμία — ἐχεδερμίᾱ , ἐχεδερμία being hide bound fem nom/voc/acc dual ἐχεδερμίᾱ , ἐχεδερμία being hide bound fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεδερμίας — ἐχεδερμίᾱς , ἐχεδερμία being hide bound fem acc pl ἐχεδερμίᾱς , ἐχεδερμία being hide bound fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek